-
1 şerait
συνθήκες, όροι -
2 условие
услов||иес1. ὁ ὅρος, ἡ προϋπόθεση/ οἱ συνθήκες (т/с. мн.)\ жилищи́ые \условиеия οἱ συνθήκες κατοικίας· \условиеия труда οἱ συνθήκες τής ἐργασίας· при \условиеии ὑπό τόν ὅρο· при настоящих \условиеиях στίς σημερινές συνθήκες, ὑπό τάς παρούσας συνθήκας· при любых \условиеиях σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, κάτω ἀπό ὁποιεσδήποτε συνθήκες· при благоприятных \условиеиях σέ εὐνοϊκές συνθήκες· на льготных \условиеиях μέ εὐνοϊκούς ὅρους·2. (договора) ὁ ὅρος:\условиеия договора, соглашения οἱ ὅροι τοῦ συμβολαίου· нару́шить \условиеия договора παραβαίνω τους ὅρους τής συμφωνίας. -
3 условие
-я ουδ.1. όρος• συμφωνία•выполнить условие εκπληρώνω τον όρο•
нарушить условие παραβιάζω τον όρο•
по -ю κατά τον όρο, κατά τα συμφωνημένα•
льготные -я ευνοϊκοί όροι.
2. παλ.επίσημη συμφωνία•заключить условие κλείνω συμφωνία•
подписать условие υπογράφω τη συμφωνία.
3. άρθρο• παράγραφος•в договор включено условие о сроках платежа στη συμφωνία μπήκε άρθρογια τις προθεσμίες πληρωμής.
4. πλθ. -я κανόνες• θεσμοί.5. πλθ. -я συνθήκες•-я труда συνθήκες εργασίας•
-я жизни συνθήκες ζωής•
при настоящих -ях στις σημερινές συνθήκες•
ни при каких -ях σε καμιά περίπτωση.
6. προύπόθεση• παράγοντας•необходимое условие απαραίτητη προύπόθεση (όρος).
7. (μαθ.) όρος. || (μετην πρόθ. при και με προθτ. πτώση)•при условиеи με τον όρο, αν, εάν•
при томусловиеи μ αυτόν τον όρο.
|| (με την πρόθ. под και οργν. πτ.) под -ем με (υπο) τον όρο. -
4 полёт
1. (перемещение чего-л. летящего) η πτήσηучебный - см. тренировочный -2. (птицы) το πέταγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полёт
-
5 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
6 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
7 бытовой
бытовой: \бытовойые условия οι συνθήκες διαβίωσης \бытовойое обслуживание η καθημερινή εξυπηρέτηση* * *бытовы́е усло́вия — οι συνθήκες διαβίωσης
бытово́е обслу́живание — η καθημερινή εξυπηρέτηση
-
8 жилищный
жилищный της κατοικίας \жилищныйое строительство η οικοδόμηση κατοικιών \жилищныйые условия οι συνθήκες κατοικίας \жилищный кризис η κρίση κατοικίας* * *жили́щное строи́тельство — η οικοδόμηση κατοικιών
жили́щные усло́вия — οι συνθήκες κατοικίας
жили́щный кри́зис — η κρίση κατοικίας
-
9 климатический
климатический κλιματικός* \климатическийие условия οι κλιματικές συνθήκες* * *климати́ческие усло́вия — οι κλιματικές συνθήκες
-
10 обстановка
обстановка ж 1) (мебель) η επίπλωση, τα έπιπλα 2) (положение) η κατάσταση· το περιβάλλον (окружение)' οι συνθήκες, οι περιστάσεις (условия)' международная \обстановка η διεθνής κατάσταση* * *ж1) ( мебель) η επίπλωση, τα έπιπλαмеждунаро́дная обстано́вка — η διεθνής κατάσταση
-
11 условие
условие с о όρος, η συνθήκη (чаще мн.)' жилищные \условиея οι συνθήκες κατοικίας; при \условиеи, с \условиеем με τον όρο· на льготных \условиеях με ευνοϊκούς όρους; ни при каких \условиеях με κανένα τρόπο* * *сο όρος, η συνθήκη (чаще мн.)жили́щные усло́вия — οι συνθήκες κατοικίας
при усло́вии, с усло́вием — με τον όρο
на льго́тных усло́виях — με ευνοϊκούς όρους
ни при каки́х усло́виях — με κανένα τρόπο
-
12 обстановка
обстановкаж1. (мебель и т. п.) τά ἐπιπλα, ἡ ἐπίπλωση [-ις]·2. (условие, положение) ἡ κατάσταση [-ις], οἱ συνθήκες:политическая \обстановка ἡ πολιτική κατάσταση· в мирной \обстановкае σέ είρηνικές συνθήκες. -
13 обстоятельство
обстоятельств||ос ί. ἡ περίσταση [-ις], ἡ περίπτωση [-ις]:смягчающие вину \обстоятельствоа τά ἐλαφρυντικά· непредвиденное (неожиданное) \обстоятельство τό ἀπροσδόκητο περιστατικό·2. \обстоятельствоа мн. οἱ περιστάσεις, οἱ συνθήκες:по семейным \обстоятельствоам γιά οἰκογενειακούς λόγους· по независящим от меня \обстоятельствоам γιά λόγους ἀνεξάρτητους ἀπό τή θέληση μου· смотря по \обстоятельствоам ἐξαρτάται ἀπό τίς περιστάσεις· при данных \обстоятельствоах στίς δοσμένες συνθήκες (или περιστάσεις)· ни при каких \обстоятельствоах σέ καμμιά περίπτωση· стечение обстоятельств ἡ συγκυρία, ἡ συντυχία·3. грам. ὁ προσδιορισμός:\обстоятельство образа действия ὁ τροπικός προσδιορισμός. -
14 режим
режимм1. (распорядок) ἡ διάταξη, ὁ κανονισμός:\режим питания ἡ δίαιτα· школьный \режим ὁ σχολικός κανονισμός·2. (государственный строй) τό καθεστώς.3. мед.:постельный \режим ἡ παραμονή στό κρεββάτι·4. тех. οἱ συνθήκες λειτουργίας:рабочий \режим машины οἱ συνθήκες λειτουργίας μηχανής· ◊ \режим экономии τό σύστημα οίκονομίας, ἡ οἰκονομία. -
15 обстоятельство
-а ουδ.1. περίπτωση•отягчающие (вину) -а επιβαρυντικές περιπτώσεις (περιστατικά)•
смягчающие -а ελαφρυντικές περιπτώσεις (περιστα,τικά).
2. πλθ. -а συνθήκες, περιστάσεις•это зависит от -ств αυτό εξαρτάται από τις περιστάσεις•
при нынешних -ах στις τωρινές συνθήκες•
при данных -ах στις δοσμένες περιστάσεις•
по семейным ή по домашним -ам για οικογενειακούς λόγους•
по независящим -ам για λόγους ανώτερης βίας ή παρά τη θέληση μου•
ни при каких -ах σε καμιά περίπτωση, επ ουδενί λόγω.
|| σύμπτωση, συγκυρία, συντυχία•счастливое обстоятельство ευτυχής σύμπτωση.
3. (γραμμ.) προσδιορισμός•обстоятельство места τοπικός προσδιορισμός•
обстоятельство времени χρονικός προσδιορισμός•
обстоятельство образа действия τροπικός προσδιορισμός.
εκφρ.смотря (гляди) по -ам – κατά τις περιστάσεις•стечение -ств – συγκυρία, εξέλιξη (συρροή) περιστάσεων. -
16 томить
-млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. томленный, βρ: -лен, -лена, -леюρ.δ.μ.1. καταπονώ, λιώνω, βασανίζω•томить работой κατεξαντλώ στη δουλειά•
томить в тюрьме λιώνω στη φυλακή•
бессонница -ит η αϋπνία με κατατρύχει.
2. μαγειρεύω πνικτό (στον) ατμό (σε κλειστό δοχείο).3. λιώνω το μαντέμι. || διατηρώ σε κατάλληλες συνθήκες•томить табак διατηρώ καλά τον καπνό.
1. καταπονούμαι, βασανίζομαι, λιώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. томить в тюрьме λιώνω στη φυλακή.2. μαγειρεύομαι σε κλειστό δοχείο (με τον ατμό).3. διατηρούμαι σε κατάλληλες συνθήκες. -
17 шанс
-а α.ελπίδα (πιθανότητα, δυνατότητα) επιτυχίας• συνθήκες•ни одного шанс καμία ελπίδα ή πιθανότητα•
-ы на успех ελπίδες επιτυχίας•
благоприятные -ы ευνοϊκές συνθήκες (επιτυχίας).
|| παλ. περίπτωση, περιστατικό. -
18 вредность
1. (способность причинить вред) η βλαβερότητα, η βλαπτικότητα 2. (вредные условия работы, производства) η ανθυγιεινότητα, οι ανθυγιεινές συνθήκες.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вредность
-
19 давление
η πίεσ/η, η θλίψη, η κατάθλιψη, η τάσηповышать - αυξάνω/ανεβάζω την -спускать - χαμηλώνω/κατεβάζω την -, εκτονώνω την -удерживать - κρατώ/συντηρώ την -боковое - πλευρική -, εγκάρσια -- ветра - του ανέμου, ανεμομε-τρική -действительное - πραγματική -, δρώσα -кровяное мед. - του αίματοςнизкое - (по сравнению с требуемым) χαμηλή -, η υποπίεσηперегрузочное - της υπερφόρτισης, η υπερπίεσηповышенное - (кровяное) мед. η υπέρταση, η υπερτονίαпониженное - (кровяное) мед. η υπόταση- подачи (напр. топлива масла кислорода и т.п.) - της παροχής (π.χ. καυσίμου, αέρα, οξυγόνου κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > давление
-
20 дегазация
1. см.деаэрация (в 1 знач.) 2. (обработка в случае поражения OB) η εξουδετέρωση των τοξικών ουσιών 3. (удале-ние растворённых газов в вакууме) η αφαίρεση αερίων από το χάλυβα υπό συνθήκες κενού (κατά τη χύτευση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дегазация
См. также в других словарях:
συνθήκες — οι κατάσταση πραγμάτων, όροι: Αντιμετώπισε δυσμενείς συνθήκες. – Σπούδασε κάτω από δυσμενείς συνθήκες. – Δεν τον ευνόησαν οι καιρικές συνθήκες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φοντενεμπλό, συνθήκες του- — Πήραν το όνομά τους από το Φοντενεμπλό μερικές διεθνείς συνθήκες από τις οποίες αναφέρουμε: τη συνθήκη του 1631 μεταξύ Γαλλίας και Μαξιμιλιανού της Βαυαρίας, αρχηγού του Καθολικού Συνδέσμου· τη συνθήκη του 1679 μεταξύ Σουηδίας και Δανίας για την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek